αποδίδομαι

αποδίδομαι
αποδίδομαι, αποδόθηκα, αποδο(σ)μένος βλ. πίν. 187

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀποδίδομαι — ἀποδίδωμι give up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκειμαι — (Α ἀνάκειμαι) βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί») αρχ. 1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ αυτόν 2. εξαρτώμαι 3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω 4. φρ. «πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • επιξενούμαι — ἐπιξενοῡμαι, όομαι (AM) [επίξενος] φιλοξενούμαι μσν. 1. ταξιδεύω 2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης αρχ. 1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.) 2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο 3. έχω σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… …   Dictionary of Greek

  • μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • ξεγδικιώνω — και εξεγδικιώνω και ξεδικαιώνω και ξεδικιώνω (Μ ξεγδικιώνω και ἐξεδικιώνω και ξεγδικαιώνω και ξεγδικώνω και ξεκδικιώνω) 1. παίρνω εκδίκηση για κάποιον ή για κάτι, εκδικούμαι 2. τιμωρώ κάποιον αποδίδοντας δικαιοσύνη νεοελλ. (το μέσ.) ξεγδικιώνομαι …   Dictionary of Greek

  • πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • παραποδίδομαι — Α πωλώ σε μειωμένη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀποδίδομαι «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσκληρώ — όω, Α [κληρῶ] 1. διανέμω με κλήρο («ἄχθη γὰρ ὅτι τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη προσεκλήρωσέ σε», Λουκ.) 2. απονέμω, προσδίδω 3. παθ. προσκληροῡμαι, όομαι α) απονέμομαι, αποδίδομαι β) ενώνομαι με κάποιον και τόν ακολουθώ, προσκολλώμαι («καί τινές ἐξ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”